- εντεραλγία
- η мед. энтеральгия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντεραλγία — η οξύς πόνος τών εντέρων … Dictionary of Greek
εντεραλγία — η (ιατρ.), πόνος των εντέρων, εντερόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντεραλγικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εντεραλγία (βλ. λ.): Εντεραλγικοί πόνοι. 2. που θεραπεύει την εντεραλγία: Εντεραλγικά φάρμακα. 3. το αρσ. ως ουσ., εντεραλγικός αυτός που πάσχει από εντεραλγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντεραλγικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εντεραλγία ή που τή θεραπεύει («εντεραλγικοί πόνοι», «εντεραλγικά φάρμακα») … Dictionary of Greek
εντερόπονος — ο πόνος των εντέρων, εντεραλγία … Dictionary of Greek
εντερόπονος — ο η εντεραλγία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)